χορήγημα

χορήγημα
το, ΝΜΑ [χορηγῶ]
νεοελλ.
χρηματικό βοήθημα, επίδομα
μσν.-αρχ.
το να καταβάλλει κανείς τις δαπάνες για κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χορήγημα — expenditure on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορήγημα — το, ατος αυτό που χορηγείται, επίδομα, κάθε χρηματική παροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορηγήματα — χορήγημα expenditure on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιχορήγημα — το (AM ἐπιχορήγημα) πρόσθετο χορήγημα …   Dictionary of Greek

  • επιχορήγημα — το, ατος το επιπλέον χορήγημα, πρόσθετη αμοιβή ή παροχή, επίδομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”